- καθαιμακτός
- καθαιμ-ακτός, όν,A bloodstained,
φόνος E.Or.1358
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φόνος E.Or.1358
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καθαιμακτός — καθαιμακτός, όν (Α) αιματηρός, κηλιδωμένος με αίμα («καθαιμακτός φόνος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αἱμακτός (< αἱμάσσω «ματώνω»)] … Dictionary of Greek
καθαιμακτόν — καθαιμακτός bloodstained masc/fem acc sg καθαιμακτός bloodstained neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)